- ἐνδοιασμός
- ἐνδοιασμόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδοιασμός — ο (Μ ἐνδοιασμός) δισταγμός, αμφιβολία, ταλάντευση … Dictionary of Greek
ἐνδοιασμοῖς — ἐνδοιασμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιασμοῦ — ἐνδοιασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιασμῷ — ἐνδοιασμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοιασμόν — ἐνδοιασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμηχανία — η (Α ἀμηχανία) [ἀμήχανος] απορία, έλλειψη τρόπου για διέξοδο από δυσχέρειες, στενοχώρια νεοελλ. δυσχέρεια, αμφιβολία, ενδοιασμός αρχ. έλλειψη μέσων και τρόπων για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών, ένδεια … Dictionary of Greek
αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… … Dictionary of Greek
διαφόρηση — η (Α διαφόρησις) 1. διασπορά, σκόρπισμα 2. άφθονη εφίδρωση αρχ. 1. αρπαγή, κλέψιμο 2. εξάτμιση, διάλυση 3. εξάντληση 4. αμφιβολία, ενδοιασμός, αμηχανία … Dictionary of Greek
δισταγμός — ο (AM δισταγμός Α και διστασμός) [διστάζω] το να διστάζει κανείς, ενδοιασμός αρχ. αμφιβολία … Dictionary of Greek
ενδοίασις — ἐνδοίασις, η (Α) ο ενδοιασμός … Dictionary of Greek